-
1 ὀξυ-βελής
ὀξυ-βελής, ές, mit spitzen Pfeilen, scharfgespitzt; ὀϊστός, Il. 4, 126, wo erklärt wird ὀξὺ βέλος ὤν. Aber καταπέλται, D. Sic. 14, 50, = mit spitzen Pfeilen schießend, oder schnell schießend; auch ὁ ὀξυβελής allein, eine solche Wurfmaschine, 20, 75, τοῖς ὀξυβελέσι καὶ τοῖς ἄλλοις παντοίοις βέλεσιν ἀνειργόμενος. Vom Igel, χαῖται ὀξυβελεῖς, Empedocl. 234, die spitzen Stacheln, von denen man auch glaubte, daß er sie abschießen könne. Uebh. spitz, scharf, rauh, νῶτα καράβου ὀξυβελῆ, Opp. Hal. 2, 346, der auch πόϑον ὀξυβελῆ vrbdt, 4, 41.
См. также в других словарях:
οξυβελής — ὀξυβελής, ές (Α) 1. αυτός που έχει οξεία, μυτερή αιχμή 2. οξύς, μυτερός, με τραχιά επιφάνεια 3. μτφ. σφοδρός («πόθον ὀξυβελῆ», Οππ.) 4. αυτός που ρίχνει, που εξακοντίζει με ταχύτητα βέλη 5. (το αρσ.) οξυβελής (με ή χωρίς τη λέξη καταπέλτης)… … Dictionary of Greek